- στενοπορία
- στενοποριά η узкий проход, теснина, ущелье, дефиле
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στενοπορία — στενοπορίᾱ , στενοπορία narrow way fem nom/voc/acc dual στενοπορίᾱ , στενοπορία narrow way fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοπορία — στενοπορία, η και στενοποριά, η στενό πέρασμα: Στις στενοπορίες τους είχαν στήσει οι εχθροί πολλές ενέδρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στενοπορία — η, ΝΑ, και στενοποριά Ν [στενόπορος] στενή διάβαση, στενό πέρασμα, στενωπός … Dictionary of Greek
στενοπορίας — στενοπορίᾱς , στενοπορία narrow way fem acc pl στενοπορίᾱς , στενοπορία narrow way fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενοπορίαν — στενοπορίᾱν , στενοπορία narrow way fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερβένι — I Αρχαιολογικός χώρος κοντά στη Θεσσαλονίκη, στη συμβολή των οδών Καβάλας Θεσσαλονίκης και Σερρών Θεσσαλονίκης. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας είχε ανακαλυφθεί εκεί ένας διθάλαμος μακεδονικός τάφος. Κοντά σε αυτόν βρέθηκε και ένας μικρότερος, το… … Dictionary of Greek
στενορρύμη — ἡ, Α στενοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + ῥύμη* «στενή οδός, σοκάκι»] … Dictionary of Greek
υπολαμβάνω — ὑπολαμβάνω ΝΜΑ [λαμβάνω] 1. διακόπτω κάποιον που μιλάει, παίρνω τον λόγο και απαντώ (α. «και τότε υπέλαβε εκείνος τον λόγο και είπε...» β. «οἱ δὲ Λακεδαιμόνιοι ὑπελάμβανον οὐ χρεὼν εἶναι αὐτοῑς ἐπαγγεῑλαι», Θουκ.) 2. εκλαμβάνω, νομίζω, θεωρώ,… … Dictionary of Greek
ՆԵՂՈՒՑ — (նեղուցի կամ նեղցի, ցաց.) NBH 2 0411 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 7c, 13c գ. ἱσθμός isthmus στενοπορία, ρον, στένωμα angustus meatus, vel locus. Նեղ անցք կամ ճանապարհ եւ տեղի. կիրճ. պարանոց ծովու. *Նեղուցն՝ որ կոչի սեփտէ: Անցեալ ընդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φούντωμα — το, ατος 1. αναβλάστηση, πλούσια βλάστηση, δάσωμα, το να βγαίνουν πυκνά φύλλα και κλαδιά: Το φούντωμα του δέντρου. 2. το να βγαίνουν πολλές και ψηλές φλόγες από φωτιά, το δυνάμωμα της φωτιάς: Το φούντωμα της πυρκαγιάς. 3. μτφ., έκταση, επέκταση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούρκα — I (λ. λατ.) 1. διχαλωτός πάσσαλος. 2. ζεύγος δοκαριών σε σχήμα κεφαλαίου Τ ή σταυρού. 3. αγχόνη, κρεμάλα: Όπου φούρκα και παλούκι και του σκοτωμένου η μάνα (παροιμ.). 4. η θηλιά του σκοινιού που χρησιμοποιείται στον απαγχονισμό. 5. μτφ., θυμός… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)